Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ανέχομαι
1 item total
ανέχομαι [anéxome] Ρ αόρ. ανέχτηκα, απαρέμφ. ανεχτεί : 1.δεν αντιδρώ σε κπ. ή σε κτ. που μου προκαλεί ενόχληση, δυσφορία ή αγανάκτηση· υπομένω, αντέχω: Aπορώ πώς τον ανέχτηκες και δεν τον έδιωξες. Δεν ανέχεται να την προσβάλλουν. Ο ελληνικός λαός δεν ανέχεται την καταπάτηση της ελευθερίας του. 2. παραβλέπω ηθελημένα κτ.: Aνέχτηκα για πολύν καιρό τα σφάλματά του.

[λόγ. < αρχ. ἀνέχομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go