Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αλόγιστος
1 item total
αλόγιστος -η -ο [alójistos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λογικής σκέψης: ~ άνθρωπος. Aλόγιστη συμπεριφορά / σπατάλη / δαπάνη. Aλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος. Tην αγαπούσε με αλόγιστο πάθος. αλόγιστα ΕΠIΡΡ: Ξόδεψε ~ όλα του τα λεφτά.

[λόγ. < αρχ. ἀλόγιστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go