Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλόγιαστος
1 εγγραφή
αλόγιαστος -η -ο [alójastos] Ε5 : (λαϊκότρ., λογοτ.) αλόγιστος. αλόγιαστα ΕΠIΡΡ.

[μσν. *αλόγιαστος (πρβ. μσν. αλόγιαστα) < α- 1 λογιασ- (λογιάζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες