Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλφάβητο
2 εγγραφές [1 - 2]
αλφάβητο το [alfávito] Ο42 : 1.σύνολο γραφικών σημείων που χρησιμεύουν για την παράσταση ορισμένου συνόλου ήχων: Mουσικό ~. α. σύνολο γραμμάτων που χρησιμοποιούνται για την παράσταση των φθόγγων: Φοινικικό / ελληνικό / λατινικό / σλαβικό / αραβικό / σανσκριτικό ~. Mορσικό ~. Διεθνές φωνητικό ~, σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιούν διεθνώς οι γλωσσολόγοι για τη φωνητική καταγραφή των γλωσσών. β. τα γράμματα μιας γλώσσας με τη γνωστή παραδοσιακή σειρά: Tο αγγλικό / γαλλικό / ιταλικό ~. Tο ελληνικό ~ έχει είκοσι τέσσερα γράμματα. 2. (μτφ.) τα βασικότερα σημεία από έναν ορισμένο κύκλο γνώσεων: Tο ~ της φιλοσοφίας / του κομμουνισμού.

[μσν. αλφάβητον < ελνστ. ἀλφάβητος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

αλφάβητος ο [alfávitos] Ο19 : (φιλολ.) σειρά στίχων ή στροφών που τα αρχικά τους στοιχεία (γράμματα ή λέξεις) σχηματίζουν αλφαβητική σειρά: Ο ~ της αγάπης.

[ελνστ. ἀλφάβητος `αλφάβητο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες