Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αλαζονεύομαι [alazonévome] Ρ5.1β : είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να παρουσιάσω τον εαυτό μου σπουδαίο και ανώτερο από άλλους, συνήθ. με ψευδή λόγια, περηφανεύομαι για ψευδή και ανάξια πράγματα· κομπάζω.
[λόγ. < αρχ. ἀλαζονεύομαι `κομπορρημονώ΄]



