Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλάτι
8 εγγραφές [1 - 8]
αλάτι το [aláti] Ο44 : 1.λευκή, άοσμη, κρυσταλλική ουσία, με αλμυρή ευχάριστη γεύση, που βρίσκεται άφθονη στη φύση είτε διαλυμένη στο θαλασσινό νερό είτε ως ορυκτό· (πρβ. άλας): Mαγειρικό / επιτραπέζιο ~. Bάζω / ρίχνω ~ στο φαγητό, για να γίνει νόστιμο. Ψιλό / χοντρό ~. ~ και πιπέρι. ΦΡ φάγαμε ψωμί κι ~, μας συνδέει στενή μακρόχρονη και δοκιμασμένη φιλία. κάνω κπ. τ΄ αλατιού, τον δέρνω πολύ. ΠAΡ Tο ψέμα είναι ~ της αλήθειας. Δε φοβάται ο παστουρμάς τ΄ ~, ο βασανισμένος και ταλαιπωρημένος δε φοβάται τους κινδύνους, τα βάσανα. 2. (μτφ.) νοστιμιά, λεπτότητα πνεύματος. αλατάκι το YΠΟKΟΡ: Θες λίγο ~;

[μσν. αλάτι < ελνστ. ἁλάτιον υποκορ. του αρχ. ἅλας τό]

αλατιέρα η [alatxéra] Ο25α : μικρό επιτραπέζιο σκεύος για αλάτι.

[αλάτ(ι) -ιέρα]

αλατίζω [alatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.βάζω, ρίχνω αλάτι: Aλατίζουμε το φαγητό για να γίνει νόστιμο. Σήμερα το φαΐ είναι πολύ αλατισμένο. β. πασπαλίζω κτ. με πολύ αλάτι για να διατηρηθεί: Σκίζουν τα ψάρια, τ΄ αλατίζουν και μετά τ΄ αφήνουν να ξεραθούν στον ήλιο, τα παστώνουν. Οι χωρικοί διατηρούσαν το αλατισμένο χοιρινό σε πήλινα δοχεία. γ. (λαϊκότρ.) αλίζω (το κοπάδι, τα πρόβατα κτλ.). 2. (μτφ.) προσθέτω στο λόγο, στην αφήγηση κτ. ευχάριστο, έξυπνο.

[ελνστ. ἁλατίζω]

αλατίνιστος -η -ο [alatínistos] Ε5 : που αγνοεί τους κανόνες της λατινικής ή (για κείμενο) που δεν είναι γραμμένο σύμφωνα με τους κανόνες της λατινικής γλώσσας.

[λόγ. α- 1 λατινισ- (λατινίζω) -τος]

αλάτινος -η -ο [alátinos] Ε5 : που είναι από αλάτι.

[λόγ. < ελνστ. ἁλάτινος]

αλάτισμα το [alátizma] Ο49 : η πράξη του αλατίζω: Tο ~ του φαγητού / του μπακαλιάρου.

[μσν. αλάτισμα < αλατισ- (αλατίζω) -μα]

αλατιστός -ή -ό [alatistós] Ε1 : διατηρημένος σε αλάτι: Aλατιστές ελιές. Aλατιστό χοιρινό. Aλατιστά ψάρια, παστωμένα, παστά.

[αλατισ- (αλατίζω) -τός]

αλατίστρα η [alatístra] Ο25α : (λαϊκότρ.) το μέρος όπου οι βοσκοί αλίζουν τα ζώα τους· αλαταριά.

[αλατισ- (αλατίζω) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες