Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακορντεόν το [akordeón] Ο (άκλ.) : φορητό μουσικό όργανο που αποτελείται από μία φυσούνα, η οποία καθώς ανοιγοκλείνει κινεί μεταλλικά γλωσσίδια και η οποία στηρίζεται σε ένα μεταλλικό πλαίσιο, το οποίο από τη μία πλευρά έχει το πληκτρολόγιο και από την άλλη κουμπιά για τις έτοιμες συγχορδίες.
[λόγ. < γαλλ. accordéon < γερμ. Akkordion]