Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιθυλικός -ή -ό [eθilikós] Ε1 : (χημ.) που έχει σχέση με το αιθύλιο: ~ αιθέρας. Aιθυλική αλκοόλη. Aιθυλικό οινόπνευμα / νάτριο.
[λόγ. < γαλλ. éthylique < éthyl(e) = αιθύλ(ιο) -ique = -ικός]