Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιθρία
3 εγγραφές [1 - 3]
αιθρία η [eθría] Ο25 : (λόγ.) έλλειψη συννεφιάς. ΦΡ κεραυνός εν ~, για αναπάντεχο κακό.

[λόγ. < αρχ. αἰθρία]

αιθριάζω [eθriázo] Ρ2.1α (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (λόγ.) γίνομαι αίθριος. 1. (για καιρικές συνθήκες) για σύννεφα που απομακρύνονται: Aιθριάζει ο ουρανός. Aιθριάζει ο καιρός, ξανοίγει. 2. (μτφ.) γίνομαι ήσυχος: Aιθριάζει το πρόσωπο κάποιου. Aιθριάζει ο πολιτικός ορίζοντας / η πολιτική κατάσταση. || (λογοτ.): Aιθριάζει ο νους / η ψυχή κάποιου, ησυχάζει, γαληνεύει.

[λόγ.: 1: αρχ. αἰθριάζω· 2: ελνστ. σημ.]

αίθριος -α -ο [éθrios] Ε6 : (λόγ.) 1. που δεν έχει σύννεφα: ~ ουρανός / καιρός. 2. (μτφ., λογοτ.) ήσυχος, γαλήνιος: ~ νους. Aίθριο πρόσωπο, όχι σκυθρωπό.

[λόγ. < αρχ. αἴθριος (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες