Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αθεΐα
2 items total [1 - 2]
αθεΐα η [aθeía] Ο25 : η άρνηση της ύπαρξης Θεού· αθεϊσμός: H ~ είναι μια αρχαία τάση στη φιλοσοφία.

[λόγ. < ελνστ. ἀθεΐα]

αθειάφιστος -η -ο [aθxáfistos] Ε5 : που δεν τον έχουν θειαφίσει: Aθειάφιστο αμπέλι / κλήμα.

[α- 1 θειαφισ- (θειαφίζω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go