Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αεροστεγής -ής -ές [aerostejís] Ε10 : (για κλειστό χώρο) ερμητικά κλεισμένος έτσι ώστε να είναι αδύνατη η είσοδος ή η έξοδος αέρα: ~ δεξαμενή. Aεροστεγές δοχείο. ~ συσκευασία.
αεροστεγώς ΕΠIΡΡ έτσι που να είναι αδύνατη η είσοδος ή η έξοδος αέρα: Δοχείο που κλείνει ~. [λόγ. αερο- + αρχ. στέγ(ω) `σκεπάζω ερμητικά΄ -ής, κατά το υδατοστεγής μτφρδ. αγγλ. airtight· λόγ. αεροστεγ(ής) -ώς]



