Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αερίζω
1 item total
αερίζω [aerízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : α.εκθέτω κτ. στον αέρα: Άπλωσε τα σεντόνια στο μπαλκόνι για να αεριστούν, να πάρουν αέρα. β. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου: Άνοιξε πόρτες και παράθυρα, για να αερίσει το δωμάτιο. Οι χώροι εργασίας πρέπει να αερίζονται καλά.

[μσν. αερίζω < αέρ(ας) -ίζω (διαφ. το ελνστ. ἀερίζω `είμαι (λεπτός) σαν αέρας΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go