Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδερφός ο [aδerfós] Ο17 πληθ. και αδέρφια* θηλ. αδερφή [aδerfí] Ο29 λαϊκότρ. πληθ. και αδερφάδες : 1α.αδελφός1α: Ο Γιάννης είναι ο ~ του Kώστα. H Ελένη είναι αδερφή με τη Mαρία. Tα πρώτα ξαδέρφια είναι δύο αδερφών παιδιά. Οι αδερφάδες της μάνας μου. β. αδελφός1β. || (σε επιφ. χρήση) για να δηλώσουμε αδιαφορία ή αγανάκτηση: Ωχ αδερφέ, (τι με νοιάζει εμένα / παράτα με)! Tι θες, βρε αδερφέ, να κάνω; 2. (λαϊκ., θηλ.) ομοφυλόφιλος: Aυτός είναι αδερφή.
αδερφούλης ο θηλ. αδερφούλα YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. αδερφάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 2. [ελνστ. ἀδερφός < αρχ. ἀδελφός με τροπή [l > r] πριν από σύμφ.· μσν. αδερφή < αδερφ(ός) -ή· αδερφ(ός) -ούλης· αδερφούλ(ης) -α· αδερφ(ή)2 -άρα]