Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδάμας
2 εγγραφές [1 - 2]
αδάμας ο [aδámas] & αδάμαντας ο [aδámandas] Ο5α : (λόγ.) διαμάντι.

[λόγ. < ελνστ. ἀδάμας & αιτ. -αντα, αρχ. σημ.: `το πιο σκληρό μέταλλο, ατσάλι΄]

αδάμαστος -η -ο [aδámastos] Ε5 : 1.για ζώο που δε δαμάστηκε ή που δε δαμάζεται εύκολα: Aδάμαστο άλογο. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο πολύ γενναίο που καμιά ανθρώπινη ή φυσική δύναμη δεν μπορεί να τον καταβάλει, να τον νικήσει· ακατάβλητος 1: Ο ~ λαός μας άντεξε σε πολέμους και σε κακουχίες. β. για κτ. που είναι δυνατό και ακλόνητο: Ο ~ πόθος για την ελευθερία. Έχει αδάμαστη θέληση. αδάμαστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀδάμαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες