Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγωνιστικός
1 εγγραφή
αγωνιστικός -ή -ό [aγonistikós] Ε1 : που έχει σχέση: 1. με τον αγωνιστή ή με το σχετικό αγώνα· μαχητικός: Aγωνιστική διάθεση. Aγωνιστικό πνεύμα. Έζησε το γλωσσικό ζήτημα στις πιο αγωνιστικές φάσεις του. 2α. με τους αθλητικούς αγώνες και ιδίως χρησιμοποιείται σ΄ αυτούς: Ο ~ χώρος του γηπέδου / σταδίου. Aγωνιστικά παιχνίδια / όργανα. Aγωνιστικό ποδήλατο / αυτοκίνητο. Aγωνιστική ημερίδα / ημέρα. β. (ως ουσ.) β1. η αγωνιστική, ημέρα κατά την οποία γίνονται αγώνες: Παίχτης / γήπεδο που τιμωρήθηκε με δύο / τρεις αγωνιστικές, με απαγόρευση συμμετοχής / χρήσης στους αντίστοιχους αγώνες. β2. το αγωνιστικό, ποδήλατο ή αυτοκίνητο που χρησιμοποιείται σε αγώνες. αγωνιστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Συμπαραστέκονται ~ στους τιμωρημένους συναδέλφους τους.

[λόγ. < αρχ. ἀγωνιστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες