Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αγναντεύω
1 item total
αγναντεύω [aγnandévo] Ρ5.2α : παρατηρώ, κοιτάζω από μακριά και από ψηλά: Ώρες ολόκληρες αγνάντευε κατά το πέλαγος. Aγνάντευαν από τις επάλξεις τον εχθρικό στρατό που πλησίαζε. Οι πλαγιές του βουνού αγναντεύουν τη θάλασσα.

[μσν. αγναντεύω < αγνάντ(ι) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go