Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβανγκάρντ
2 εγγραφές [1 - 2]
αβανγκάρντ η [avaŋgárd] Ο (άκλ.) : αυτός ή αυτοί που πρωτοπορούν ή που επιδιώκουν να πρωτοπορούν προβάλλοντας τις πιο προωθημένες ή ακραίες θέσεις· πρωτοπορία: H ~ του συνδικαλιστικού κινήματος / της τέχνης.

[λόγ. < γαλλ. avant-garde]

αβανγκαρντισμός ο [avaŋgardizmós] Ο17 : η τάση για πρωτοπορία: Ό,τι χαρακτηρίζει μερικούς νεότερους καλλιτέχνες είναι ένας άκρατος, υστερικός ~.

[λόγ. αβανγκάρντ -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες