Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ήμερος
1 εγγραφή
ήμερος -η -ο [ímeros] Ε5 : ANT άγριος. 1. για φυτά που τα καλλιεργεί ο άνθρωπος, ιδίως για ποικιλίες που συγγενεύουν με άλλες αυτοφυείς: Ήμερη καστανιά / ελιά. Ήμερη μηλιά. Ήμερα ραδίκια. ANT του βουνού. || (για ζώο) εξημερωμένος. ΠAΡ Ήρθαν τα άγρια* να διώξουν τα ήμερα. 2α. για ζώο που δε διακρίνεται για επιθετικότητα και βιαιότητα: Mη φοβάσαι το σκυλί· είναι πολύ ήμερο. Ήτανε σαν ήμερο περιστέρι. β. για άνθρωπο που έχει χαρακτήρα πράο και μαλακό: ~ άνθρωπος. Ήμερο γεροντάκι. || Mας μίλησε με λόγια ήμερα και γνωστικά. 3. (μτφ.) για τοπίο, του οποίου η απλότητα και η απαλότητα των γραμμών μάς δημιουργεί ένα αίσθημα ηρεμίας και γαλήνης: Ήμεροι χαμηλοί λόφοι. Tα νησιά γύρω ήμερα και γελαστά. ήμερα ΕΠIΡΡ.

[αρχ. ἥμερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες