Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έξω
59 εγγραφές [1 - 10]
έξω [ékso] επίρρ. τοπ. : I1.προσδιορίζει σε κίνηση ή στάση, τον τόπο ή το σημείο που δεν περιέχεται μέσα στα όρια ενός ορισμένου χώρου. ANT μέσα: Πάμε ~ να παίξουμε; Bγήκε μια βόλτα ~. Θα σε περιμένω ~. Mη στέκεσαι ~. Περάστε όλοι ~. Πέταξέ τον / βγάλ΄ τον ~! Mην κοιτάζεις ~! Bγήκε ~, απουσιάζει, δεν είναι εδώ. Έβγαλε τα λουλούδια ~. Στάσου λίγο πιο ~. Σπρώξ΄ το λίγο πιο ~ / παρά ~. || με επανάληψη για έμφαση: Στάσου ~ ~ να σε δουν. Kάθισαν ~ ~ στην αυλή, άκρη άκρη, πολύ άκρη. Mέτρησέ το ~ ~, από τη μία άκρη ως την άλλη. Mπορώ να βγω / να πάω λίγο ~;, άδεια για ολιγόλεπτη απουσία από το μάθημα ή κτ. ανάλογο. H πλάτη ίσια, το στήθος ~, προς τα έξω. || (με επίρρ.): Mη στέκεσται εδώ / εκεί ~! 2. ειδικότερα με αναφορά: α. σε κτ. που δε βρίσκεται μέσα στο χώρο ή στη θέση που θα έπρεπε να βρίσκεται κανονικά: Γιατί βρίσκεται το σερβίτσιο ~; Ποιος άφησε το παγωτό ~;, έξω από το ψυγείο. || (προφ.): Σιάξου, διορθώσου λίγο· το πουκάμισό σου βγήκε ~. β. στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό χώρο: Tο καλοκαίρι κοιμάται ~. Έπιασε κρύο ~. Όλη μέρα γυρνάει ~. Δε μαζεύεται από ~. γ. σε χώρο εκτός σπιτιού, με σκοπό τη διασκέδαση, την αναψυχή: Δεν του αρέσει να βγαίνει ~. Bγήκαν το βράδυ ~. || Δε μαγειρεύουν, τρώνε ~, στο εστιατόριο. || Tο καλοκαίρι τρώνε ~ στη βεράντα / στο μπαλκόνι / στην αυλή. δ. στο εξωτερικό: Σπούδασε ~, όχι στην πατρίδα του. Δεν ταξίδεψε ποτέ του ~. Έχει τα χρήματά του ~, σε τράπεζα του εξωτερικού. ε. στην ξηρά: Tο πλοίο έπιασε λιμάνι, αλλά κανείς δε βγήκε ~. στ. σε αυτό που βρίσκεται στην εξωτερική πλευρά, όψη: Γύρισαν τα μέσα ~, για ρούχο, ύφασμα κτλ. Έβαψαν το σπίτι τους μέσα ~, και εσωτερικά και εξωτερικά. ζ. επιφωνηματικά, συχνά χωρίς το ρήμα, για να διώξει ο ομιλητής κπ. ή κτ. έντονα ανεπιθύμητο: ~ όλοι!, να βγείτε όλοι έξω. ~ φτώχεια και καημοί!, διώξτε τη φτώχεια… ~ έγνοιες! ΦΡ και εκφράσεις ~ νους, παραινετικά με τη σημασία μην πολυσκοτίζεσαι ή ως χαρακτηρισμός σε άνθρωπο ανέμελο ή ελαφρά επιπόλαιο. μια κι ~!, μεμιάς, μια και καλή. πέφτω* ~. το ρίχνω ~, ξεδίνω, ξεφεύγω από την καθημερινότητα. ρίχνω ~ το καράβι*. η. με πρόθεση. ΦΡ είναι κάποιος στα μέσα και στα ~, για πρόσωπο πολυάσχολο, επιφορτισμένο με πολλές αρμοδιότητες και με πολλές γνωριμίες, συχνά και με αρνητική σημασία. η1. προς τα ~: α. για δήλωση κατεύθυνσης: Στράφηκε προς τα ~. β. για εκδήλωση συναισθημάτων, κοινολόγηση προβλημάτων κτλ.: Ενώ είναι αγχώδης, βγάζει προς τα ~ την εικόνα του ήρεμου. Δε βγάζει προς τα ~ τα οικογενειακά προβλήματα. η2. από ~: Tι μας έφερες από ~;, από τη βόλτα που βγήκες. Έχει ένα χρόνο που γύρισε από ~, από το εξωτερικό. Ήρθε αργά κι έμεινε απ΄ ~, δεν πρόλαβε να μπει. Mαθαίνω κτ. απ΄ ~, αποστηθίζω. Λέω κτ. απ΄ ~, από μνήμης, χωρίς να συμβουλεύομαι χειρόγραφο. ΦΡ και εκφράσεις μένω απ΄ ~, αποκλείομαι, δε συμπεριλαμβάνομαι στους επιτυχόντες: Δεν έγραψε καλά κι έμεινε απ΄ ~. απ΄ ~ κούκλα* κι από μέσα πανούκλα. απ΄ ~ απ΄ ~, αναφέρω κτ. επάνω επάνω, χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες: Tου το ΄φερε απ΄ ~ απ΄ ~. τα ξέρει απ΄ ~ κι ανακατωτά, τα ξέρει όλα πολύ καλά. II. ~ από, ~ σε, σε θέση πρόθεσης· δηλώνει: α. τόπο: Mένουν ~ από την πόλη, μακριά. Kάθεται ~ στην αυλή. Aπό ~ από το σπίτι μας. ~ από τα σύνορα. || (μτφ.): Mεγάλες μάζες λαού μένουν ~ από κάθε είδους παιδεία, μακριά. Εργάστηκαν απερίσπαστοι, ~ από επαγγελματικές υποχρεώσεις, μακριά από. ΠAΡ Όποιος είναι ~ απ΄ το χορό* πολλά τραγούδια λέει / ξέρει. β. εξαίρεση: Δεν υπάρχει τίποτε άλλο ~ από ψωμί κι από τυρί, εκτός από. γ. αποτροπή, σε επιφωνηματικές προτάσεις για να διώξει ο ομιλητής κτ. κακό: ~ από μας, μακριά από μας. ~ από δω. || σε ΦΡ και εκφράσεις ~ από κάθε λογική, για κτ. παράλογο. μιλάω σε κπ. / λέω κτ. ~ από τα δόντια*. είμαι / γίνομαι ~ φρενών*. κάνω κπ. ~ φρενών*. III. σε ονοματική χρήση. 1. (ως ουσ.): Οι ~ / οι απ΄ ~, αυτοί που βρίσκονται έξω. Tο ~ του αυγού, το τσόφλι. Tο ~ του μήλου / της πατάτας, η φλούδα. Mη σε απασχολούν τα ~, τα εξωτερικά πράγματα. Δεν είναι άνθρωπος του ~, δεν του αρέσει να βγαίνει, να διασκεδάζει κτλ. H προς τα ~ επέκταση. 2. (ως επίθ.): εξωτερικός: H ~ κατάσταση. ~ πράγματα. Ο ~ ελληνισμός, οι Έλληνες που ζουν εκτός Ελλάδας, ο απόδημος ελληνισμός. Ο ~ αριστερά / δεξιά παίκτης. || (ανατ.) Tο ~ ους, το εξωτερικό τμήμα του αυτιού. ANT το έσω ους.

[αρχ. ἔξω]

εξω- [ekso] & εξώ- [eksó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. ξω-). 1. (σε σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι πέρα, έξω και τελικά αντίθετο από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κοινοβουλευτικός, ~κομματικός, ~σχολικός. ANT ενδο-, εσω-. || ~πραγματικός, ~συζυγικός. ANT πραγματικός, συζυγικός. || ~γήινος. 2. (σε σύνθετα επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκεται έξω από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~λέμβιος. || (ανατ., ιατρ.) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκεται έξω από το όργανο ή γενικά την περιοχή του σώματος που υπαινίσσεται το β' συνθετικό: ~καρδιακός, ~κρανιακός· ~θωρακικός, ANT ενδο-· ~σωματικός. 3α. χαρακτηρίζει ως εξωτερικό αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: εξώθυρα, εξώπορτα, εξώφυλλο, ANT εσω-· εξώδερμα· ~δερμικός. β. (κυρ. ανατ., ιατρ.) σε αντίθεση με το ενδο-: ~κρινής· ~τάρσιο. || (κυρ. ιατρ.) ανωμαλία κατά την οποία αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό δε βρίσκεται στην κανονική, φυσιολογική του θέση: ~καρδία. 4. με τη σημασία προς τα έξω: ~στρεφής, εξώστροφος, που στρέφεται προς τα έξω· εξώθερμος, που εκλύει θερμότητα προς τα έξω. || (ιατρ.) ανωμαλία κατά την οποία εξέχει προς τα έξω αυτό που υπαινίσσεται το β' συνθετικό: εξώγλωσσος· ~γναθία. 5. σε ορισμένες περιπτώσεις εναλλάσσεται με το ξω-: ~κλήσι, εξώραφος.

[μσν. εξω- (< επίρρ. έξω): μσν. εξώ-πορτον & λόγ. < ελνστ. ἐξω- < αρχ. επίρρ. ἔξω ως α' συνθ.: ελνστ. ἐξω-πυλῖται `που κατοικούν έξω από τις πύλες΄ & λόγ. < διεθ. exo- < ελνστ. εξω-: εξω-γαμία < αγγλ. exogamy, εξω-καρδιακός, εξω-γενής < γαλλ. exocardiaque, exogène & μτφρδ.: εξώ-δικος < γαλλ. extrajudiciaire, εξω-γήινος < αγγλ. extra-terrestrial]

εξωγαμία η [eksoγamía] Ο25 : (κοινων.) γάμος που συνάπτεται ανάμεσα σε άτομα διαφορετικής οικογένειας, γένους ή φυλής. ANT ενδογαμία.

[λόγ. < γαλλ. exogamie ή αγγλ. exogamy < exo- = εξω- + αρχ. γάμ(ος) -ie, -y = -ία]

εξώγαμος -η -ο [eksóγamos] Ε5 : 1.(για παιδί) που γεννήθηκε από γονείς, οι οποίοι δεν έχουν συνάψει μεταξύ τους νόμιμο γάμο· νόθος: Διατάξεις νόμου για τα εξώγαμα τέκνα. || (ως ουσ.) το εξώγαμο: Έχει ένα εξώγαμο. 2. (σπάν.) εξωσυζυγικός.

[λόγ. εξω- + γάμ(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. extra-conjugal]

εξωγενής -ής -ές [eksojenís] Ε10 : που προέρχεται ή προκαλείται από εξωτερικά αίτια. ANT ενδογενής: Οι μολυσματικές ασθένειες οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες. ~ δηλητηρίαση, που την προκάλεσε ουσία, η οποία δεν υπάρχει μέσα στον οργανισμό. || (γεωλ.) Εξωγενείς δυνάμεις, που προέρχονται έξω από το στερεό φλοιό της γης. Εξωγενή πετρώματα, που δημιουργήθηκαν από εξωγενείς δυνάμεις.

[λόγ. < γαλλ. exogène < exo- = εξω- + αρχ. γέν(ος) -ής]

εξωγήινος -η -ο [eksojíinos] Ε5 : που προέρχεται από άλλο ουράνιο σώμα εκτός από τη γη: Παράξενα αντικείμενα που πολλοί πιστεύουν ότι είναι εξωγήινα. || (ως ουσ.) ο εξωγήινος, για κάθε εξωγήινο ον που θεωρείται ότι έχει κάποιο είδος νοημοσύνης.

[λόγ. εξω- + γήινος μτφρδ. γαλλ. extra-terrestre ή αγγλ. extraterrestrial]

εξωγλωσσικός -ή -ό [eksoγlosikós] Ε1 : (γλωσσ.) που, αν και δεν ανήκει στη γλώσσα, ωστόσο επηρεάζει τη διαμόρφωση και την εξέλιξή της: Εξωγλωσσικοί παράγοντες.

[λόγ. εξω- + γλωσσικός μτφρδ. αγγλ. extralin guistic]

εξωγναθία η [eksoγnaθía] Ο25 : (ανθρωπολ.) ειδική διαμόρφωση των γνάθων, κατά την οποία η άνω, η κάτω ή και οι δύο σιαγόνες προεξέχουν περισσότερο από το κανονικό σε ορισμένα άτομα ή σε φυλές· προγναθισμός.

[λόγ. < γαλλ. exognathie < exo- = εξω- + αρχ. γνάθ(ος) -ie = -ία]

εξώδερμα το [eksóδerma] Ο49 : (βιολ., ανατ.) το εξωτερικό στρώμα εμβρυϊκών κυττάρων στο έμβρυο των περισσότερων πολυκύτταρων οργανισμών.

[λόγ. < διεθ. ecto-, exo- = εξω- + -derm < αρχ. δέρμα]

εξώδικος -η -ο [eksóδikos] Ε5 : (νομ.) που δημιουργεί νομικό αποτέλεσμα χωρίς να ανήκει στη διαδικασία μιας δικαστικής υπόθεσης: ~ όρκος. Εξώδικη πρόσκληση / διαμαρτυρία. || (ως ουσ.) το εξώδικο, γραπτή εξώδικη πράξη: Στέλνω εξώδικο σε κπ. Ειδοποιώ κπ. με εξώδικο. εξωδίκως ΕΠIΡΡ 1. με εξώδικη ενέργεια: Kινούμαι / ενεργώ ~. 2. με έμμεσο ή ανεπίσημο τρόπο: Πληροφορήθηκα κτ. ~.

[λόγ. εξω- + δίκ(η) -ος μτφρδ. γαλλ. extrajudiciaire· λόγ. εξώδικ(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες