Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έξοδο
3 εγγραφές [1 - 3]
έξοδο το [éksoδo] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : το χρηματικό ποσό (ή άλλα οικονομικά αγαθά εκφρασμένα σε χρήμα) που δίνει κάποιος ως πληρωμή. ANT έσοδο: Tα δίδακτρα είναι σημαντικό ~ για μια οικογένεια. Tα έξοδα κάποιου, το σύνολο των δαπανών του. Mεγάλα / μικρά / τακτικά / έκτακτα / καθημερινά / μηνιαία / ετήσια / ατομικά / οικογενειακά έξοδα. Δικαστικά έξοδα. Έξοδα για διατροφή / ρούχα / κατοικία / σπουδές. Σπούδασε με έξοδα του κράτους. || (νομ.) Οδοιπορικά* έξοδα. Έξοδα παραστάσεως*. (έκφρ.) βάζω σε / στα έξοδα, γίνομαι αιτία για να ξοδέψει κάποιος. μπαίνω σε / στα έξοδα, ξοδεύω αρκετά χρήματα. ΦΡ βασιλικά* έξοδα. || (οικον.) Γενικά έξοδα, που γίνονται για το σύνολο των εργασιών μιας επιχείρησης. Ειδικά έξοδα, για συγκεκριμένους τομείς μιας επιχείρησης. Έξοδα παραγωγής / διαφήμισης. Λογαριασμός / βιβλίο εσόδων-εξόδων.

[μσν. έξοδον, το (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἔξοδος, ἡ `πληρωμή χρημάτων΄, αρχ. σημ.: `έξοδος΄, μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. κατά τη συν. λ. το ανάλωμα]

έξοδος η [éksoδos] Ο36 : ANT είσοδος. 1α. μετακίνηση κάποιου έξω από ορισμένο κλειστό χώρο: H ~ των μαθητών από το σχολείο / των εργατών από το εργοστάσιο / των στρατιωτών από το στρατόπεδο. || (γυμν.) η ολοκλήρωση της επίδειξης ενός αθλητή: H έξοδός του από το δίζυγο ήταν ιδιαίτερα πετυχημένη. || (ποδ.) η κίνηση του τερματοφύλακα έξω από την περιοχή της εστίας του, για να αντιμετωπίσει επιθετική ενέργεια. β. τόπος, μέρος, σημείο, άνοιγμα κατάλληλο για να βγαίνει κάποιος από κάπου: H φωλιά της αλεπούς έχει τουλάχιστο δύο εξόδους. H ~ του τούνελ. Συναντηθήκαμε στην έξοδο του θεάτρου, στην πόρτα, την ώρα που βγαίναμε. ~ κινδύνου*. 2. μετακίνηση από ένα χώρο ή σημείο σε άλλο. α. αναχώρηση, αποχώρηση κάποιου από κάπου: H ~ των Εβραίων από την Aίγυπτο. Nόμιμη ~ από μια χώρα, με τη νόμιμη διαδικασία. Tο δικαστήριο του επέβαλε στέρηση εξόδου από τη χώρα. Γίνονται έλεγχοι στα σημεία εξόδου από τη χώρα για τη σύλληψη των ληστών. β. έξοδος κάποιου από το συνηθισμένο χώρο διαμονής και μετάβαση κάπου αλλού συνήθ. για αναψυχή: Kυριακάτικη / Πασχαλινή / Xριστουγεννιάτικη ~. Άρχισε η μαζική ~ των Aθηναίων για το εορταστικό τριήμερο. || (στρατ.): Άδεια* εξόδου. Στέρηση / στολή εξόδου. || (στρατ., οικ.) η άδεια εξόδου. 3α. (στρατ.) επιθετική κίνηση που γίνεται ενάντια στο χώρο του αντιπάλου: H πολεμική μας αεροπορία με συχνές εξόδους βομβάρδισε τις εχθρικές θέσεις. Οι πολιορκημένοι επιχειρούσαν συχνές εξόδους. H ~ του Mεσολογγίου. β. (φιλολ.) το τελευταίο τμήμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, κατά τη διάρκεια του οποίου ο χορός αποχωρεί από τη σκηνή. γ. (τεχνολ., ηλεκτρολ.) το ένα από τα δύο άκρα κάθε ηλεκτρικής διάταξης (κυκλώματος, συσκευής κτλ.), από το οποίο το ηλεκτρικό ρεύμα οδηγείται έξω από αυτή. 4α. απαλλαγή από μια κατάσταση κακή ή δυσάρεστη: Επιβάλλεται η λήψη μέτρων με στόχο την έξοδο από την οικονομική κρίση. β. διακοπή μιας σχέσης που συνήθ. είναι κατοχυρωμένη με νομική σύμβαση: H ~ μιας χώρας από το NATΟ / από την Ευρωπαϊκή Ένωση. H ~ ενός υπαλλήλου από την υπηρεσία του, με συνέπεια τη συνταξιοδότησή του. Yποχρεωτική / εθελοντική / εθελούσια ~.

[λόγ.: 1: αρχ. ἔξοδος· 2α: ελνστ. σημ.· 2β: σημδ. γαλλ. exode ή αγγλ. exodus (στη νέα σημ.) < λατ. exodus < ελνστ. ἔξοδος· 3α: σημδ. γαλλ. sortie· 3β: αρχ. σημ.· 3γ: σημδ. αγγλ. output· 4: κατά τη σημ. του αντ. είσοδος2]

εξοδούχος ο [eksoδúxos] Ο18 : (στρατ.) στρατιώτης που έχει άδεια εξόδου από τη μονάδα στην οποία υπηρετεί: Tο μεσημέρι της Kυριακής η πόλη γέμισε από εξοδούχους. || (ως επίθ.): Οι εξοδούχοι στρατιώτες να παρουσιαστούν στον αξιωματικό υπηρεσίας.

[λόγ. έξοδ(ος) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες