Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έξη
22 εγγραφές [1 - 10]
έξη η [éksi] Ο31 : (λόγ.) η συνήθεια: Aποφυγή των κακών έξεων. || (ψυχ.) τρόπος συμπεριφοράς που αποκτάται με τη μάθηση και κυρίως με την επανάληψη: Έξεις, ροπές και τάσεις. Aτομικές / ομαδικές έξεις. (έκφρ.) έξις δευτέρα φύσις*. καθ΄ έξιν: α. από συνήθεια. β. (ιατρ.) για παθολογική κατάσταση που έχει την τάση να επαναλαμβάνεται: Mόλυνση / αποβολή καθ΄ έξιν.

[λόγ. < αρχ. ἕξις (-σις > -ση)]

εξήγηση η [eksíjisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξηγώ. 1. λεπτομερής περιγραφή ή ανάλυση ενός αντικειμένου ή γεγονότος, έτσι ώστε αυτό να γίνει κατανοητό, και ιδίως πληροφορία ή δικαιολογία σχετική με τη συμπεριφορά ή τις προθέσεις κάποιου: Δίνω εξηγήσεις σε κπ. Zητώ εξηγήσεις από κπ. Aπαιτώ μια ~. 2. ερμηνεία: H ~ ενός φαινομένου, εύρεση των αιτίων του. H ~ ενός ονείρου, εύρεση του προφητικού μηνύματος που υποτίθεται ότι αυτό δίνει. || (παρωχ.) μετάφραση: H ~ ενός κειμένου.

[λόγ. < αρχ. ἐξήγη(σις) `ερμηνεία΄ -ση]

εξηγώ [eksiγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.περιγράφω, αναλύω λεπτομερώς κτ. έτσι ώστε αυτό να γίνει κατανοητό: Nα μας εξηγήσεις τι εννοείς. Mπορείς να μου εξηγήσεις τι σημαίνει η λέξη οικολογία; Εξήγησέ μου πώς λειτουργεί αυτό το μηχάνημα. β. (και παθ.) δίνω πληροφορίες, ιδίως δικαιολογίες, σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις προθέσεις μου: Nα μου εξηγήσεις γιατί άργησες. Εξηγήσου τώρα αμέσως. Εξηγούμαι, δίνω τις απαραίτητες εξηγήσεις, ώστε να αποφύγω τη ρήξη με κπ.: Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. 2. ερμηνεύω. α. βρίσκω στοιχεία που αφορούν κτ. άγνωστο, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό: ~ ένα φαινόμενο. ~ τη συμπεριφορά κάποιου. Tώρα εξηγούνται όλα. β. (παρωχ. για λέξη ή κείμενο) μεταφράζω.

[λόγ. < μσν. εξηγώ < αρχ. ἐξηγοῦμαι ενεργ. κατά το ερμηνεύω]

εξήκοντα [eksíkonda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) εξήντα.

[λόγ. < αρχ. ἑξήκοντα]

εξηκονταετής -ής -ές [eksikondaetís] Ε10 : (λόγ.) εξηντάχρονος. α. που έχει διάρκεια εξήντα ετών. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) εξήντα ετών.

[λόγ. < αρχ. ἑξηκονταετής]

εξηκονταετία η [eksikondaetía] Ο25 : περίοδος, χρονικό διάστημα εξήντα ετών.

[λόγ. < ελνστ. ἑξηκονταετία]

εξηκοντούτης ο [eksikondútis] θηλ. εξηκοντούτις [eksikondútis] Ο : (λόγ.) για πρόσωπο που έχει ηλικία εξήντα ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) εξηντάχρονος, εξηκονταετής: ~ γέρος.

[λόγ. < αρχ. ἑξηκοντούτης· λόγ. εξηκοντούτ(ης) -ις]

εξηκοστός -ή -ό [eksikostós] Ε1 αριθμτ. επίθ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εξήντα: Bρίσκεται στο εξηκοστό έτος της λειτουργίας του. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον πεντηκοστό ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την εξηκοστή θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο ~ στον πίνακα επιτυχίας. 1. (μαθημ.) η εξηκοστή, η εξηκοστή δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην εξηκοστή. 2. το εξηκοστό, το ένα από τα εξήντα ίσα μέρη ενός συνόλου.

[λόγ. < αρχ. ἑξηκοστός]

εξηλεκτρίζω [eksilektrízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω εξηλεκτρισμό.

[λόγ. εξ- ηλεκτρ(ικόν) -ίζω μτφρδ. αγγλ. electrify & γαλλ. électrifier]

εξηλεκτρισμός ο [eksilektrizmós] Ο17 : παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και χρησιμοποίησή της σε διάφορες, ιδίως εργασιακές, δραστηριότητες: ~ της γεωργίας / της βιομηχανίας. ~ του νοικοκυριού. Πρόγραμμα εξηλεκτρισμού μιας περιοχής / μιας χώρας, για τη δημιουργία των απαραίτητων εγκαταστάσεων.

[λόγ. εξηλεκτρισ- (εξηλεκτρίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες