Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άτονος 1 -η -ο [átonos] Ε5 : α.που δεν έχει τόνο, ένταση, δύναμη. ANT έντονος. β. (για ενέργεια) που γίνεται χωρίς ορμή, ένταση, ζωηρότητα: Άτονες και χλιαρές αντιρρήσεις. Άτονη και βαριεστημένη απάντηση. H προσοχή διακρίνεται σε εντονότερη και ατονότερη. Άτονο βλέμμα. ANT ζωηρό, εκφραστικό.
άτονα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄτονος]
- άτονος 2 -η -ο : (για λέξεις, συλλαβές) που προφέρεται ή γράφεται χωρίς τόνο.
άτονα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. άτονος < α- 1 τόν(ος) 1 -ος]