Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άστοχος -η -ο [ástoxos] Ε5 : 1.για βολή που δεν πέτυχε το στόχο της, ανεπιτυχής. 2. (μτφ.) για ενέργεια ή για κίνηση λανθασμένη, που δεν πετυχαίνει το στόχο της, γιατί γίνεται συνήθ. χωρίς περίσκεψη: Άστοχη πράξη / ενέργεια. Άστοχο διάβημα. Άστοχα λόγια.
άστοχα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄστοχος]