Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άστοργος
1 εγγραφή
άστοργος -η -ο [ástorγos] Ε5 : που δεν αισθάνεται στοργή, που χαρακτηρίζεται από αστοργία: Άστοργη μητέρα. ~ πατέρας. Άστοργη σύζυγος. άστοργα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἄστοργος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες