Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άρτιο
4 items total [1 - 4]
αρτιο- [artio] : (κυρ. επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα ή ουσιαστικοποιημένα επίθετα με αναφορά στη σημασία άρτιος, ζυγός αριθμός: ~γώνιος· ~πέριττος, για ζυγό αριθμό που όταν διαιρεθεί διά δύο μας δίνει περιττό αριθμό. || (ζωολ.) ~δάκτυλα, τάξη θηλαστικών με ζυγό αριθμό δακτύλων σε κάθε άκρο.

[λόγ. < ελνστ. ἀρτιο- θ. του αρχ. επιθ. ἄρτιο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀρτιο-γώνιος `με ζυγό αριθμό γωνιών΄ & διεθ. artio- < ελνστ. ἀρτιο-: αρτιο-δάκτυλα < αγγλ. artiodactyles]

αρτιοδάκτυλα τα [artioδáktila] Ο42 : (ζωολ.) στην ταξινόμηση των ζώων, τάξη θηλαστικών που φέρουν χηλή και χαρακτηρίζονται από άρτιο αριθμό δακτύλων σε κάθε άκρο: Tο ελάφι ανήκει στην τάξη των αρτιοδακτύλων.

[λόγ. < αγγλ. artiodactyles < artio- = αρτιο- + -dactyles < αρχ. δάκτυλ(ος) -α, ουδ. πληθ. του -ος]

άρτιος -α -ο [ártios] Ε6 : 1.που δεν του λείπει κανένα από τα στοιχεία του· πλήρης. ANT ελλιπής: Άρτια συγκρότηση / μόρφωση / μελέτη. Δέχτηκαν συγχαρητήρια για την άρτια οργάνωση της εκδήλωσης. || Άρτιο οικόπεδο. || (ως ουσ.) το άρτιο, η αρτιότητα, η πληρότητα: Tο άρτιο της προετοιμασίας οδήγησε στην επιτυχία της διοργάνωσης. (έκφρ.) στο άρτιο, πλήρως, στο ακέραιο: Εξόφληση χρέους στο άρτιο. 2. (μαθημ.) ~ αριθμός, που διαιρείται ακριβώς διά του δύο· ζυγός. ANT περιττός: Οι αριθμοί 2, 4, 6, 8 είναι άρτιοι. 3. (ως ουσ., οικον.) το άρτιο: α. η ονομαστική αξία κινητών αγαθών και ιδίως χρηματιστηριακών τίτλων: Πώληση μετοχών υπέρ / υπό το άρτιο. Διάθεση νομισμάτων / τίτλων στο άρτιο, στην αξία που είχαν, όταν εκδόθηκαν. β. η περιεκτικότητα ή η κάλυψη ενός νομίσματος σε πολύτιμο μέταλλο: Aμφισβητείται το άρτιο του νομίσματος μετά την υποτίμησή του. άρτια ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἄρτιος· 3: σημδ. γαλλ. pair]

αρτιότητα η [artiótita] Ο28 : η ιδιότητα του άρτιου, η πληρότητα: H ~ της οργάνωσης / του έργου / της μελέτης. H εργασία του διακρίνεται για την αρτιότητά της. Επιστημονική / καλλιτεχνική / τεχνική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀρτιότης, αιτ. -ητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go