Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρμα
20 εγγραφές [1 - 10]
άρμα 1 το [árma] Ο48 (συνήθ. πληθ.) : (παρωχ.) όπλο. (έκφρ.) στ΄ άρματα!, στα όπλα! πιάνω / παίρνω τ΄ άρματα, ξεσηκώνομαι, επαναστατώ. βάζω κάτω / ρίχνω τ΄ άρματα, εγκαταλείπω τον αγώνα, νικιέμαι, παραδίνομαι.

[μσν. άρμα < λατ. arma `όπλα΄, πληθ. που θεωρήθηκε εν.]

άρμα 2 το : 1.αρχαίο δίτροχο και ελαφρό όχημα που το έσερναν άλογα και που το χρησιμοποιούσαν στον πόλεμο ή σε αθλητικούς αγώνες. || Δρεπανηφόρο ~, που είχε δρεπάνια στην προέκταση των τροχών του, για να σκοτώνει τους αντιπάλους. ΦΡ δένω / προσδένω* κπ. στο ~ μου. 2. όχημα παρελάσεως που στολίζεται και παίρνει μέρος σε εορταστικές εκδηλώσεις: Όμορφα στολισμένα άρματα παρέλασαν στη γιορτή των λουλουδιών. ~ της Aποκριάς / του καρνάβαλου, όχημα που παρελαύνει στις εορταστικές εκδηλώσεις της Aποκριάς. 3. (στρατ.) θωρακισμένο όχημα με ερπύστριες και με οπλισμό· τανκς: ~ (μάχης). Aμφίβιο / ελαφρό / μέσο / βαρύ ~. Επιλαρχία μέσων αρμάτων. Στην τεχνική διεξαγωγής του πολέμου τα άρματα μάχης έπαιξαν σημαντικό ρόλο.

[λόγ.: 1: αρχ. ἅρμα· 2, 3: σημδ. γαλλ. char]

αρμάδα η [armáδa] Ο26 : παλαιότερη ονομασία για μεγάλο πολεμικό στόλο: Iσπανική / τουρκική ~.

[βεν. armada]

αρμάθα η [armáθa] Ο25 : αριθμός, σύνολο όμοιων ή ομοειδών πραγμάτων μικρών διαστάσεων, που είναι περασμένα (στη σειρά) από νήμα, σύρμα κτλ.· αρμαθιά: Mια ~ σύκα.

[αρμάθ(ι) μεγεθ. < αρμαθ(ιά) υποκορ. ]

αρμαθιά η [armaθxá] Ο24 : αριθμός, σύνολο όμοιων ή ομοειδών πραγμάτων μικρών διαστάσεων, που είναι περασμένα (στη σειρά) από νήμα, σύρμα κτλ.· αρμάθα: Mια ~ κλειδιά / σύκα.

[μσν. αρμαθιά < αρμαθ(ός) -ιά < αρχ. ὁρμαθός με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] ]

αρμαθιάζω [armaθxázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω αρμαθιές: ~ τα σύκα / τα φύλλα του καπνού.

[μσν. αρμαθιάζω < αρμαθ(ιά) -ιάζω (πρβ. ελνστ. ή μσν. ὁρμαθίζω)]

αρμάθιασμα το [armáθxazma] Ο49 : η ενέργεια του αρμαθιάζω: Tο ~ των φύλλων του καπνού.

[αρμαθιασ- (αρμαθιάζω) -μα]

αρματαγωγό το [armataγoγó] Ο38 : πολεμικό πλοίο, κατάλληλο για να μεταφέρει άρματα μάχης, κυρίως σε αποβατικές επιχειρήσεις: Στον πολεμικό μας στόλο προστέθηκαν δύο καινούρια αρματαγωγά.

[λόγ. αρματ- (άρμα)23 + -αγωγόν, κατά το οπλιταγωγόν]

αρματηλάτης ο [armatilátis] Ο10 : αυτός που ήταν πάνω στο άρμα21 και το οδηγούσε.

[λόγ. < αρχ. ἁρματηλάτης]

αρματο- [armato] & αρματ- [armat], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. άρμα 2 ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. με αναφορά στα αρχαία άρματα: ~δρομία, ~δρόμος. 2. με αναφορά στα θωρακισμένα οχήματα: αρματαγωγό.

[λόγ. < αρχ. ἁρματ(ο)- θ. του ουσ. ἅρμα ως α' συνθ. (στη σημ. 1): αρχ. ἁρματ-ηλάτης, ελνστ. ἁρματο-δρομία]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες