Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άπορος
1 item total
άπορος -η -ο [áporos] Ε5 : που δεν έχει πόρους, χρήματα· φτωχός. ANT εύπορος, πλούσιος: Άπορη οικογένεια. Tα Xριστούγεννα ο δήμος θα μοιράσει δώρα στα άπορα παιδιά. || (ως ουσ.) ο άπορος: Οι άποροι πληρώνουν μειωμένο εισιτήριο.

[λόγ. < αρχ. ἄπορος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go