Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Φλεβάρης
1 item total
Φλεβάρης ο [fleváris] Ο11 : (λαϊκότρ., προφ.) Φεβρουάριος: H πρώτη του Φλεβάρη. Στα τέλη του Φλεβάρη. ΠAΡ Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, για να δηλώσουμε ότι τα κρύα του Φεβρουαρίου είναι τα τελευταία του χειμώνα.

[μσν. Φλεβάρης < *Φεβλάρης (μετάθ. του [l] ) < *Φεβράρης (ανομ. υγρών [r-r > l-r] ) < ελνστ. *Φεβράριος (αποφυγή της χασμ.) < υστλατ. Febrari(us) -ος (< λατ. Februarius)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go