Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άδης
1 εγγραφή
Άδης ο [áδis] Ο10 (χωρίς πληθ.) : 1α.στην αρχαία ελληνική μυθολογία και στη λαϊκή παράδοση, ο τόπος όπου πηγαίνουν οι ψυχές των νεκρών, ο Kάτω Kόσμος. || (μυθ.) ονομασία του βασιλιά του Άδη, που ταυτίζεται με τον Πλούτωνα. β. στη χριστιανική παράδοση, ο τόπος της αιώνιας τιμωρίας των ανθρώπων που τους βάραινε το προπατορικό αμάρτημα. || Εις Άδου Kάθοδος, στην ορθόδοξη εικονογραφία παράσταση του Xριστού που συντρίβει τις πύλες του Άδη και λυτρώνει τον άνθρωπο από τη φθορά του θανάτου. 2. (μτφ.) άδης, τόπος βαθύς και σκοτεινός. ΦΡ σαν τους στραβούς στον άδη, γι΄ αυτούς που ακολουθούν άκριτα, επικίνδυνα ή ανάρμοστα παραδείγματα.

[2: αρχ. *ᾍδης· 1: & λόγ. < αρχ. *ᾍδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες