Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %-ω
3 items total [1 - 3]
[o] : 1. κατάληξη θηλυκών κύριων ονομάτων: Φρόσω, Mάρω, Bασίλω. 2. (λαϊκότρ.) επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από άλλα ουσιαστικά: (σουρτούκης) σουρτούκω· (τσουράπι) τσουράπω.

[σλαβ. -o κατάληξη κλητ. κύριων θηλ. ον.: Katinka, κλητ. Katinko που θεωρήθηκε ονομ. > μσν. -ω: Mάρω (< σλαβ. Maro, Mara) και επέκτ. σε παλιότ. ελλην. λ. Διαμάντ-ω < διαμάντι, Xρύσ-ω < Xρυσή και σε προσηγορικά: σουρτούκ-ω < σουρτούκης, τσουράπ-ω < τσουράπι (ορθογρ. κατά το -ώ, για να δίνουν την εντύπωση αρχ. ελλην. λ.)]

[o] -ομαι : κατάληξη ρημάτων της α' συζυγίας: αγκαλιάζω, αγκαλιάζο μαι· ακούω, ακούγομαι· δένω, δένομαι· ζαλίζω, ζαλίζομαι· κρύβω, κρύβο μαι· λούζω, λούζομαι· λύνω, λύνομαι· πιάνω, πιάνομαι. || (αποθ.) αισθάνομαι, γίνομαι, εμπιστεύομαι, εργάζομαι, κάθομαι, σέβομαι, φαίνομαι, χρειάζομαι.

[αρχ. -ω, -ομαι κατάλ. βαρύτονων ρ.: αρχ. ἀκού-ω & μεταπλ. ρ. σε -μι: αρχ. τίθη-μι > θέτ-ω (δες λ.) & μεταπλ. ρ. σε -ννυμι (δες -ώνω)]

[ó] : 1. (σπάν.) κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών: ηχώ, πειθώ. 2. επίθημα θηλυκών κύριων ονομάτων: Mαριγώ, Zαχαρώ.

[αρχ. θηλ. επίθημα -ώ: λεχ-ώ (λέχος δες λεχώνα), πειθ-ώ (πείθ-ομαι)· Σαπφώ, Γοργ-ώ· στα νέα ελλην. ως επίθημα μόνο για κύρια ονόματα: Zαχαρ-ώ, Mαριγ-ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go