Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ης"
8 εγγραφές [1 - 8]
-ής [ís] : κατάληξη επιρρημάτων· (πρβ. -ίς): εξαρχής, επικεφαλής, καταγής.

[ελνστ. ή μσν. γεν. -ῆς θηλυκών ουσ. σε σε σύντ. με πρόθ. (π.χ. αρχ. γῆ, γεν. ἐπί γῆς `πάνω στη γη΄, κατά γῆς `μέσα στη γη΄)]

-ης -α -ικο [is] : κατάληξη τριγενών και τρικατάληκτων επιθέτων: γκρινιάρης, ζηλιάρης, τεμπέλης· ανοιχτομάτης, ανοιχτοχέρης, σγουρομάλλης, στραβοπόδης.

[μσν. -ης αναλ. προς τα ουσ. -ης 2: μσν. ζηλιάρης]

-ης -ης -ες [is] & -ής -ής -ές [ís] : κατάληξη επιθέτων λόγιας προέλευσης, τριγενών και δικατάληκτων: πλήρης· ακριβής, διαρκής, εμφανής, καταφανής, συνεχής.

[λόγ. < αρχ. κατάλ. τριτόκλιτων επιθέτων -ης, -ής: αρχ. πλήρ-ης, ἀκριβ-ής]

-ής -ιά -ί [ís] & (άκλ.) 4 [í] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά. α. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει το χαρακτηριστικό χρώμα της πρωτότυπης λέξης: (βύσσινο) βυσσινής, (βιολέτα) βιολετής, (κανέλα) κανελής, (λεμόνι) λεμονής, (μενεξές) μενεξεδής. β. συνήθ. σχηματίζεται και άκλιτος τύπος σε -ί: Mια βυσσινί μπλούζα.

[-ής: τουρκ. επίθημα -i (-ι, -u, -ü) που παράγει επίθ. από ουσ., ανάμεσα σ΄ αυτά και επίθ. δηλωτικά χρώματος: fιstιk > fιstιkî > ελλην. φιστικί (< φιστίκι), limon > limonî > ελλην. λεμονί ( [i > e] κατά το λεμόνι), και δημιουργία νέου κλιτ. παραδείγματος με βάση το ουδ.· -ί: κατά τα ατελώς προσαρμοσμένα δάνεια]

-ης 1 [is] & -ής [ís] : κατάληξη ισοσύλλαβων αρσενικών ουσιαστικών: εργάτης, ναύτης, πολίτης· μάντης, πρύτανης· νικητής, μαθητής.

[αρχ. κατάλ. πρωτόκλιτων αρσ. σε -ης, -ής: αρχ. πολίτ-ης, νικητ-ής & μσν. -ης μεταπλ. αρχ. τριτόκλιτων αρσ. σε -ις με βάση την αιτ. (αναλ. προς αρχ. ουσ. σε -ης, αιτ. -ην, π.χ. πολίτης, αιτ. πολίτην μετά τη σύμπτ. της προφ. του <η> (δες H) με το <ι>): αρχ. μάντις, αιτ. μάντιν > νέα ονομ. μσν. μάντ-ης]

-ης 2 & -ής : κατάληξη ανισοσύλλαβων αρσενικών ουσιαστικών: νοικοκύρης, φούρναρης· πεταλωτής.

[ελνστ. -ις < αρχ. -ιος, -ειος αναλ. προς τα πρωτόκλιτα σε -ης, με αποβ. του [o] για αποφυγή της χασμ. πρώτα στην αιτ. (όπως και στα ουδ. -ιον > -ιν, δες στο 1): αρχ. ὁ κύριος, αιτ. τόν κύριον > ελνστ. τόν κῦριν και νέα ονομ. ὁ κῦρις > μσν. κύρης, ελνστ. ὁ Ἀντώνιος, αιτ. τόν Ἀντώνιον > τόν Ἀντῶνιν και νέα ονομ. ὁ Ἀντῶνις, Bασίλειος > Bασίλης και τροπή σε ανισοσύλλαβα για διατήρηση ολόκληρου του θ. της λ.]

-ήσιος [ísios & ísxos] θηλ. -ήσια [ísia & ísxa] : επίθημα για το σχηματισμό εθνικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (Iθάκη) Iθακήσιος.

[λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα κτητικών επιθέτων -ήσιος για κτ. που ανήκει χρονικά ή τοπικά: αρχ. ἐτ-ήσιος `που διαρκεί ένα χρόνο, που γίνεται κάθε χρόνο΄ (< ἔτος), Ἰθακ-ήσιος `κάτοικος της Iθάκης΄· λόγ. < αρχ. -ησία: αρχ. ἡμερ-ησία και μετακ. τόνου για προσαρμ. στη δημοτ.]

-ση [si] & -ηση [isi] & -ιση [isi] & -ωση 3 [osi] & -ξη [ksi] & -ψη [psi], ανάλογα με το θέμα της λέξης από την οποία παράγεται : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει ενέργεια σχετική με αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται ή σπανιότερα και το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας: (διαπομπεύω) διαπόμπευση, (καλυτερεύω) καλυτέρευση, (δηλητηριάζω) δηλητηρίαση, (καυτηριάζω) καυτηρίαση· (πεζοδρομώ) πεζοδρόμηση, (πραγματοποιώ) πραγματοποίηση· (αιχμαλωτί ζω) αιχμαλώτιση, (εξασφαλίζω) εξασφάλιση, (βυθίζω) βύθιση, (γεμί ζω) γέμιση· (εκδηλώνω) εκδήλωση, (ελαττώνω) ελάττωση, (κορυφώ νω) κορύφωση, (μεταμορφώνω) μεταμόρφωση· (ανατινάζω) ανατίνα ξη, (δια ταράσσω) διατάραξη· (κόβω) κόψη. || χωρίς να υπάρχει ή να είναι συχνό το αντίστοι χο ρήμα: οδόστρω ση, εκχωμάτωση, ορθομαρμάρωση, ποσόστωση. || σπάνια σε συγκεκριμέ να ουσιαστικά: επίπλωση.

[αρχ., ιδιαίτερα κοινό, μεταρ. επίθημα -σις, -ξις (σε θ. με υπερ. σύμφ.), -ψις (σε θ. με χειλ. σύμφ.) παραγωγικό αφηρ. και δραστικών θηλ. ουσ., που δήλωνε συνήθ. τη ρηματ. ενέργεια, ενώ στα νεοελλ. δηλώνει και το αποτέλεσμα (σύγκρ. -μα 2): αρχ. ἑστία-σις < ἑστια- (ἑστιῶ), βά-σις `βάδισμα΄, ελνστ. σημ.: `χώρος βαδίσματος, βάση, βάθρο΄ < βα- (βαίνω), αρχ. δέη-σις < δεη- (δέομαι), τείχι-σις `χτίσιμο τείχους΄ < τειχίζω, δήλω-σις < δηλω- (δηλῶ), δίωξις (κ-σ) < διώ κω, σκέψις (π-σ) < σκέπτομαι, μσν. μεταπλ. -σις > -ση κατά τα αρχ. θηλ. σε με βάση την ομόηχη αιτ.: -ιν - -ην, π.χ. κόρη, αιτ. κόρην και νέα ονομ. -ση: μσν. λύπη-σις, αιτ. λύπη-σιν > ονομ. λύπη-ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες