Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-είο"
4 εγγραφές [1 - 4]
-είο [ío] : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει: 1. τόπο· (πρβ. -ειό). α. παραγωγή από ουσιαστικά συνήθ. επαγγελματικά: (βιβλιοπώλης) βιβλιοπωλείο, (δασάρχης) δασαρχείο, (λιμενάρχης) λιμεναρχείο, (τηλέγραφος) τηλεγραφείο. β. παραγωγή από ρήματα: (κυβερνώ) κυβερνείο. 2. (συνεκδοχικά) δηλώνει την αρχή, την υπηρεσία και τα πρόσωπα που την αποτελούν: αρχηγείο, διδασκαλείο, εφετείο, λιμεναρχείο, στρατοδικείο.

[λόγ. < αρχ. μετον. επίθημα -εῖον δηλωτικό χώρου εργασίας συνήθ. με βάση επαγγελμ. ουσ.: αρχ. κουρ-εῖον (< κουρ-εύς)]

-ειό [] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : (συχνά λαϊκότρ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει τόπο· (πρβ. -είο): λιοτριβειό, καπηλειό.

[αρχ. -εῖον (δες στο -είο) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

-ειος 1 -εια -ειο [ios] : επίθημα με λόγια προέλευση επιθέτων παράγωγων κυρίως από κύρια ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ανήκει ή αναφέρεται σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ιος 1 -ια -ιο): (Aπόλλων) απολλώνειος, (Aισχύλος) αισχύλειος, (Λουδοβίκος) λουδοβίκειος, (Λούκουλλος) λουκούλλειος, (Kύκλωπας) κυκλώπειος. || ο πληθυντικός του ουδετέρου δηλώνει την τέλεση οργανωμένων εορταστικών εκδηλώσεων προς τιμήν του προσώπου που εκφράζει η λέξη από την οποία παράγεται· (βλ. -ια 3): (Γρηγόρης Λαμπράκης) Λαμπράκεια.

[λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα -ειος παραγωγικό επιθ.: αρχ. ἐπί-γειος, τέλ-ειος `που πραγματώνει το σκοπό του, τέλειος΄, Κυκλώπ-ειος]

-ειος 2 -εια -ειο [ios] (η προφορά εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αναφέρεται ή ταιριάζει σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ιος 2 -ια -ιο): (γυναίκα) γυναίκειος, (αντρικός) αντρίκειος, (πρόβατο) πρόβειος.

[αρχ. -ειος (δες στο -ειος 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες