Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωριατοφέρνω [xorjatoférno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (οικ.) για κπ. του οποίου η συμπεριφορά ή η εμφάνιση μοιάζει με του χωριάτη.
[χωριάτ(ης) -ο- + -φέρνω 1]