Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χυμώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χυμώδης -ης -ες [ximóδis] Ε11 : 1.που περιέχει άφθονους χυμούς· ζουμερός: ~ καρπός. 2. (μτφ.) α. για γυναίκα με πολλή φρεσκάδα και ωραίες καμπύλες. β. για λόγο πλούσιο σε εκφραστικά μέσα· (πρβ. ζουμερός).

[λόγ.: 1: ελνστ. χυμώδης· 2: σημδ. αγγλ.(;) juicy]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες