Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσοπληρώνω [xrisopliróno] -ομαι Ρ1 : πληρώνω κπ. ή για κτ. πάρα πο λύ ακριβά· τον πληρώνω χρυσό: Tον χρυσοπλήρωσα τον επιπλοποιό. H μόρφωση των παιδιών είναι χρυσοπληρωμένη.
[χρυσο- + πληρώνω]