Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρηματίζομαι [xrimatízome] Ρ2.1β : (συνήθ. για δημόσιο λειτουργό) παίρνω χρήματα από κπ. για να ικανοποιήσω ένα παράνομο συνήθ. αίτημά του, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες που μου δίνει η θέση μου· (πρβ. λαδώνομαι).
[λόγ. < αρχ. χρηματίζομαι `ασκώ επικερδή εργασία (ακόμη και σε βάρος των κοινών)΄]