Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρήζω [xrízo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ. με γεν. αφηρ. ουσ.) : (λόγ.) έχω ανάγκη από κτ.: Tο ζήτημα χρήζει μελέτης. Tα κτίρια χρήζουν επισκευής.
[λόγ. < αρχ. χρFήζω]