Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χουφτώνω [xuftóno] Ρ1α & χουφτιάζω [xuft
ázo] Ρ2.1α : 1α.πιάνω κτ. με τη χούφτα και με τρόπο απότομο ή προκλητικό· αρπάζω: Xούφτωσε τα χιλιάρικα κι έφυγε. || κλέβω, ιδιοποιούμαι. β. πιάνω κτ. με δύναμη, με βία: Xούφτωσε το σκεπάρνι κι άρχισε να χτυπάει. 2. πιάνω μια γυναίκα κάνοντας χειρονομίες άσεμνες και απότομες. [χούφτ(α) -ώνω, -ιάζω]