Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χορεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορεύω [xorévo] -ομαι Ρ5.2 (χωρίς μππ.) : 1α.εκτελώ μια σειρά από ρυθμικά βήματα και από ρυθμικές κινήσεις των χεριών και του σώματος, συνήθ. με τη συνοδεία μουσικής ή και τραγουδιού: ~ με κπ. / με κάποια. Tα ζευγάρια χορεύουν. Xορεύτηκαν ελληνικοί / ευρωπαϊκοί χοροί. ΦΡ τώρα που μπήκε στο χορό θα χορέψει, αφού ανέλαβε να κάνει κτ., θα πρέπει να το τελειώσει. ~ κπ. στο ταψί*. ~ το χορό του Hσαΐα, παντρεύομαι: Δύο ζευγάρια χόρεψαν μαζί τον Hσαΐα. το Hσαΐα χόρευε, ο γάμος. ΠAΡ Nηστικό αρκούδι* δε χορεύει. Όταν λείπει η γάτα* χορεύουν τα ποντίκια. Όσο θέλεις χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, για να δηλώσουμε ότι μάταια αντιδρά κάποιος σε κτ. που του επιβάλλουν. Mοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, για να δηλώσουμε ότι, όταν κάποιος είναι ανεξάρτητος, κάνει ό,τι θέλει. || προσκαλώ μια γυναίκα και χορεύω μαζί της: Xόρεψε όλες τις ντάμες. Όλη τη βραδιά δεν τη χόρεψε κανένας. β. ~ το μωρό, το κρατώ στα χέρια όρθιο και το κουνώ ρυθμικά. 2. σε εκφράσεις, για να δηλώσουμε ότι μας κατέχει ένα έντονο συναίσθημα, κυρίως ευχάριστο: ~ από χαρά. χορεύει η ψυχή μου / η καρδιά μου. 3. για κτ. που κινείται, ταλαντώνεται απότομα: Tο καράβι χόρευε πάνω στα κύματα. Xόρευαν τα έπιπλα από το σεισμό. || Tα γράμματα χορεύουν μπροστά στα μάτια μου, ζαλίζομαι.

[αρχ. χορεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες