Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χνουδιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χνουδιάζω [xnuδjázo] Ρ2.1α μππ. χνουδιασμένος : σχηματίζω χνούδι: Tα καλά υφάσματα, όσο κι αν φορεθούν, δε χνουδιάζουν. || δημιουργώ σε κτ. χνούδι, κυρίως με την πολλή ή κακή χρήση.

[χνούδ(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες