Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χλαπακιάζω [xlapakázo] Ρ2.1α & χλαπακώνω [xlapakóno] Ρ1α : (προφ.) τρώω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού. || (επέκτ., σκωπτ.) τρώω: Πάμε κάπου να χλαπακιάσουμε.
[ηχομιμ.]