Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χασμουριέμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χασμουριέμαι [xazmurjéme] Ρ10.1β (χωρίς μππ.) : ανοίγω εντελώς το στό μα, ανακλαστικά, και εισπνέω βαθιά και αργά, ενώ οι μύες του προσώπου βρίσκονται σε σύσπαση: ~ από νύστα / από κούραση / από ανία. Ήταν τόσο βαρετός ο ομιλητής, ώστε όλοι άρχισαν να χασμουριούνται.

[μσν. χασμουριέμαι < *χασμούρ(α) `μεγάλο χασμούρημα΄ -ιέμαι, χασμούρα: < αρχ. χάσμ(η) `χασμούρημα΄ -ούρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες