Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρχαλεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρχαλεύω [xarxalévo] Ρ5.2α : (οικ.) 1. ψαχουλεύω. 2. γαργαλάω.

[ηχομιμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες