Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρτοσημαίνω [xartosiméno] -ομαι Ρ7.2 : βάζω χαρτόσημο σε έγγραφο: H αίτηση πρέπει να χαρτοσημανθεί. Yπεύθυνη δήλωση χαρτοσημασμένη.
[λόγ. χαρτόσημ(ον) -αίνω]