Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρτζιλικώνω [xardzilikóno] -ομαι Ρ1 : δίνω χαρτζιλίκι: Ο πατέρας του τον ταΐζει, τον ντύνει και τον χαρτζιλικώνει. Είναι γερά χαρτζιλικωμένος.
[χαρτζιλίκ(ι) -ώνω]