Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαροπαλεύω [xaropalévo] Ρ5.2α : 1.παλεύω με το χάρο, με το θάνατο· ψυχορραγώ: Ο άρρωστος χαροπαλεύει. Πέρασε βαριά αρρώστια, χαροπάλεψε, κινδύνεψε να πεθάνει. 2. (μτφ.) αγωνίζομαι σκληρά για να εξασφαλίσω ό,τι είναι απαραίτητο για τη ζωή: Xαροπαλεύει για ν΄ αναστήσει τα παιδιά της.
[χάρ(ος) -ο- + παλεύω]