Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαρακώνω [xarakóno] -ομαι Ρ1 : 1α.τραβώ ευθείες γραμμές με χάρακα: ~ ένα φύλλο χαρτιού. Xαρακωμένο τετράδιο. ANT αχαράκωτο. β. χαράζωI1α: Tα καρφιά που είχε η καρέκλα χαράκωσαν το πάτωμα. Tης χαράκωσε το πρόσωπο με ξυράφι. || αφήνω βαθύ σημάδι: Οι ρυτίδες χαράκωσαν το πρόσωπό της. 2. κάνω χαράκωμα σε αμπέλι.
[χάρακ(ας) -ώνω (πρβ. αρχ. χαρακῶ `περιβάλλω με στηρίγματα, οχυρώνω΄)]