Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαμπαρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμπαρίζω [xabarízo] Ρ2.1α : (οικ., συνήθ. αρνητ.) 1. καταλαβαίνω: Aυτός δε χαμπαρίζει από μαθηματικά· ΣYN ΦΡ δεν έχει ιδέα. 2. δίνω σημασία σε κπ. ή σε κτ., τον υπολογίζω: Aυτός δε χαμπαρίζει κανένα.

[χαμπάρ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες