Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλαλίζω [xalalízo] -ομαι Ρ2.1 : διαθέτω, ξοδεύω κτ. με ευχαρίστηση, γιατί αξίζει: Θα τις χαλαλίσω τις πενήντα χιλιάδες γι΄ αυτά τα παπούτσια. Δε ~ τα λεφτά μου για άχρηστα ψώνια.
[χαλάλ(ι) -ίζω]