Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πωλώ [poló] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ., ιδ. σε μικρές αγγελίες) πουλώ: Πωλείται οικόπεδο / διαμέρισμα. Πωλούνται μεταχειρισμένα αυτοκίνητα.
[λόγ. < αρχ. πωλῶ]